αμάκα

αμάκα
η
1. η απόκτηση και απόλαυση αγαθών σε βάρος άλλων, το να ζει κανείς σε βάρος άλλων, ο παρασιτισμός
2. κλοπή, αρπαγή
3. (ως επίρρ.) δωρεάν, χάρισμα, τζάμπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. a macca «άφθονα, πλουσιοπάροχα».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρος, αμακατζής, αμακεύω, αμακώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμάκα — η (λ. ιταλ.) 1. το να αποκτά κανείς κάτι ή να ζει με έξοδα άλλου: Είναι άνθρωπος της αμάκας. 2. ως τροπ. επίρρ., δωρεάν: Τρώει αμάκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμακεύω — [αμάκα] κλέβω, σφετερίζομαι κάτι που ανήκει σε άλλον …   Dictionary of Greek

  • αμακώνω — [αμάκα] 1. παίρνω κάτι χωρίς να πληρώσω 2. κλέβω, αρπάζω …   Dictionary of Greek

  • αμακαδόρος — α και ισσα, ικο άνθρωπος τής αμάκας, αυτός που ζει σε βάρος τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάκα + παράγ. κατάλ. δόρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρικος] …   Dictionary of Greek

  • αμακατζής — ο ο αμακαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάκα + παραγ. κατάλ. τζής. ΠΑΡ. νεοελλ. αμακατζίδικος] …   Dictionary of Greek

  • αμακαδόρος, -α — και ισσα, ικο και αμακαντζής, ού αυτός που ζει με την αμάκα, με έξοδα άλλου: Σελέμης κι αμακαδόρος ονομαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράκα — η 1. στράκα (βλ. λ.): Κάνει τράκες, κάνει εντύπωση. 2. είδος κροτίδας, τρακατρούκα: Ακούστηκαν πολλές τράκες στην Ανάσταση. 3. σύγκρουση οχήματος με άλλο: Πολύνεκρη τράκα. 4. αναιδής λήψη δωρεάν, πράγματος που ανήκει σε άλλον, σελεμιά, αμάκα: Μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”